ὑστερομηνία

ὑστερομηνία
ὑστερο-μηνία, Thess. [full] ὑστερομειννία, [dialect] Boeot. [full] οὑστερομεινία, ,
A the last day of the month, IG9(2).517.40 (Larissa, iii B. C.), Schwyzer 462 A 1 (Tanagra, iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υστερομηνία — και θεσσαλ. τ. ύστερομειννία και βοιωτ. τ. οὑστερομεινία, ἡ, Α η τελευταία ημέρα τού μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + μηνία (< μηνος < μήν, μηνός), πρβλ. μεσο μηνία] …   Dictionary of Greek

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”